Διαχρονικές σκέψεις  


«Εδάκρυσεν

ο Ιησούς»

                           (Ιωάν. 11/ια/35)


 

Εκείνοι που μελετούν αγγλικά θρησκευτικά βιβλία, ίσως έχουν διαβάσει ότι η φράση του τίτλου μας αποτελεί το μικρότερο εδάφιο της Αγίας Γραφής. Αυτό βέβαια δεν ισχύει για τα δικά μας δεδομένα, επειδή στην ελληνική Καινή Διαθήκη το μικρότερο εδάφιο μάλλον είναι το «Πάντοτε χαίρετε» (Α~ Θεσ. 5/ε/16). Ωστόσο, η αξία ενός εδαφίου δεν εξαρτάται από το αν είναι μικρότερο ή μεγαλύτερο της Αγίας Γραφής –από πλευράς λέξεων– αλλά κατά πόσον διδάσκει ή περιγράφει μια μεγάλη αλήθεια.

Στην προκειμένη περίπτωση, διαβάζουμε ότι ο Χριστός ΔΑΚΡΥΣΕ! Δάκρυσε ο Υιός του Θεού, εκείνος που μπορούσε να διατάξει τη θάλασσα να ηρεμίσει, ν’ ανοίξει τ’ αυτιά των κουφών και ν’ αναστήσει νεκρούς! Και όμως έκλαψε. Ο προφήτης Ησαΐας είχε γράψει γι’ Αυτόν, πως θα ήταν «Άνθρωπος θλίψεων» (Ησ. 53:3) και, πράγματι ο Ιησούς, ο «Υιός του Θεού» και ο «Υιός του Ανθρώπου», όχι μόνο εργάστηκε, ίδρωσε, κουράστηκε, δίψασε και πείνασε, μα είχε και ανθρώπινα συναισθήματα και συγκινήσεις.

Μάλιστα δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που έκλαψε ο Ιησούς. Η Βίβλος καταγράφει συνολικά τρεις περιπτώσεις όπου ο Χριστός έκλαψε, που αξίζει να δούμε από κοντά:

1. Έκλαψε στον τάφο του Λάζαρου

Πρόκειται για την ιστορία του Λάζαρου –από την οποία προέρχεται και το χωρίο του τίτλου μας– και διαβάζουμε στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, κεφάλαιο 11/ια. Ο Ιησούς ήρθε στη Βηθανία όπου ο Λάζαρος ήταν ήδη τέσσερις ημέρες νεκρός και θαμμένος στον τάφο, και προσπάθησε να φωτίσει το σκοτάδι των δύο αδελφών από τον πόνο του πένθους, διδάσκοντάς τους μοναδικές ζωοποιές αλήθειες. Εκείνες όμως είχαν κλειστά τα πνευματικά τους αυτιά. Εμπρός τους υπήρχε μόνο ένα ερώτημα και με μια φωνή είπαν: «Κύριε, εάν ήσο εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει» (εδ. 21, 32).

Απέναντι σ’ αυτή τη θλιβερή κατάσταση ο Κύριος «εστέναξεν εν τη ψυχή αυτού και εταράχθη» (εδ. 33). Δεν ήταν αυτή η εικόνα που θα ήθελε να συναντήσει μπαίνοντας στο σπίτι των φίλων Του, όμως εκείνη τη στιγμή αυτή ήταν η πραγματικότητα. Καθώς λοιπόν είδε τη Μαρία και τους Ιουδαίους που την περιέβαλαν να θρηνούν για τον Λάζαρο, ο Κύριος όχι μόνο στέναξε και συγκινήθηκε αλλά στη συνέχεια ρώτησε: «Πού εβάλετε αυτόν;» (εδ. 34). Και ευθύς αμέσως ο Ιωάννης καταγράφει εκείνο που είδε: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς» (εδ. 35).

Γιατί δάκρυσε ο Ιησούς; Μήπως από απελπισία; Μήπως από φόβο; Μήπως επειδή έβλεπε το θάνατο σαν άλυτο μυστήριο και γεγονός αμετάτρεπτο; Κάθε άλλο.

Καθώς εμείς διαβάζουμε τα Ευαγγέλια που γράφτηκαν ύστερα από τα γεγονότα, ξέρουμε τώρα πια ότι ο Ιησούς ΓΝΩΡΙΖΕ εξ αρχής τι επρόκειτο να κάνει. Γι’ αυτό εξάλλου και δεν δάκρυσε ούτε όταν του είπαν ότι ο Λάζαρος αρρώστησε (εδ. 3) ούτε όταν ο ίδιος είπε στους μαθητές Του ότι ο «Λάζαρος ο φίλος ημών εκοιμήθη» (εδ. 11), ούτε ακόμη όταν χρειάστηκε να τους εξηγήσει πως δεν μιλούσε για πραγματικό ύπνο αλλά ότι «ο Λάζαρος απέθανε» κυριολεκτικά (εδ. 14).

Ο Κύριος δάκρυσε βλέποντας τον πόνο των δύο αδελφών και των συγχωριανών τους. Έβλεπε την απελπισία τους και την απόγνωσή τους. Έβλεπε επιπλέον και την αδυναμία τους να δεχθούν ότι Εκείνος, ο Αρχηγός της Ζωής, μπορούσε να ανατρέψει το γεγονός του θανάτου και ν’ αναστήσει τον τετραήμερο. Έτσι εκδηλώνεται και αντιδρά ως καλός φίλος και εκδηλώνει τον ανθρώπινο χαρακτήρα Του κι αυτό έγινε με τρόπο που δεν πέρασε απαρατήρητος από τους γύρω. Ο Ιωάννης σημειώνει πως όταν είδαν τον Ιησού να δακρύζει οι Ιουδαίοι είπαν: «Ιδέ πόσον ηγάπα αυτόν» (εδ. 36).

Πριν προχωρήσουμε, καλό είναι να προσέξουμε κάποια μαθήματα που υπάρχουν εδώ:

α. Η προσωπική φιλία δεν είναι ασυμβίβαστη με την πίστη. Η ευσέβεια δε σπάει τους δεσμούς της φιλίας αλλά τους κάνει ισχυρότερους. Επιπλέον σφραγίζει και αγιάζει τα φιλικά συναισθήματα.

β. Είναι σωστό να περιμένουμε από τους Χριστιανούς να μοιράζονται τις θλίψεις των άλλων. Ο Παύλος θα γράψει: «Τις ασθενεί, και δεν ασθενώ; τις σκανδαλίζεται, και εγώ δεν φλέγομαι;» (Β~ Κορ. 11/ια/29). Στον κόσμο ζούμε με άλλους ανθρώπους –έτσι μας έπλασε ο Θεός– και δε μπορούμε να είμαστε αμέτοχοι αλλά γινόμαστε κοινωνοί της ευτυχίας και των παθημάτων τους. Αν μάλιστα λέμε ότι τους αγαπούμε, όπως είναι καθήκον κάθε Χριστιανού, αυτή η αγάπη έχει συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους γίνεται φανερή, γι’ αυτό και έχουμε την εντολή: «Χαίρετε μετά χαιρόντων και κλαίετε μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12/ιθ/15).

γ. Η θλίψη για το θάνατο των φίλων δεν είναι ανάρμοστη. Όταν πεθαίνει κάποιος φίλος, είναι σωστό να κλάψουμε. Είναι εξωτερική έκφραση της ανθρώπινης ψυχής και δόθηκε από τον Δημιουργό που, όπως έλεγε κάποιος, έβαλε αυτές τις βρυσούλες πίσω από τα μάτια μας ώστε δακρύζοντας να ανακουφιζόμαστε. Η πίστη δεν απαγορεύει ούτε καταδικάζει τα δώρα του Θεού. Εκείνο όμως που προσφέρει η πίστη στην περίπτωση του πόνου, είναι ότι μετριάζει τη θλίψη και διδάσκει πώς να πενθήσουμε υποτασσόμενοι στο Θεό, χωρίς έκφραση παραπόνων, και σκουπίζει τα δάκρυα όχι σκληραίνοντας την καρδιά ή αδιαφορώντας για το συνάνθρωπο αλλά βοηθώντας την ψυχή να δεχθεί την ανακουφιστική επιρροή του λόγου του Θεού και να βρει γαλήνη και ειρήνη σ’ Εκείνον που είναι «ο Θεός πάσης παρηγορίας» (Β~ Κορ. 1/α/3).

δ. Πόσο κοντά μας είναι ο Χριστός. Ο συμπονετικός Λυτρωτής, που σήμερα είναι Αρχιερέας στα δεξιά του Θεού, έχει νιώσει ο ίδιος τι θα πει πόνος, γι’ αυτό και μπορούμε να καταφεύγουμε σ’ Αυτόν, «διότι δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών χωρίς αμαρτίας» (Εβρ. 4:15). Κι ακόμη διακρίνουμε πόσο ενδιαφέρεται για τον καθένα μας προσωπικά. Εκείνος που έκλαψε για την πολυάνθρωπη Ιερουσαλήμ, όπως θα δούμε παρακάτω, ένιωσε συμπόνια και ενδιαφέρον και για τον ένα άνθρωπο^ για τον Λάζαρο εδώ, για το παιδί της χήρας στη Ναΐν (Λουκ. 7/ζ/13) και όχι μόνο.

2. Έκλαψε για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ

Η δεύτερη φορά που βλέπουμε τον Ιησού να κλαίει, ήταν λίγες ημέρες πριν από τη σταύρωση. Καθώς ο Ιησούς περνούσε τις νύχτες στη Βηθανία και τα πρωινά επέστρεφε στην Ιερουσαλήμ, μια από εκείνες τις φορές, καθώς πλησίαζε, «ιδών την πόλιν έκλαυσεν επ’ αυτήν». Είχε λόγο και αιτία τούτο το κλάμα, που φανερώθηκε από τα πονεμένα λόγια που ξεστόμισε προφητικά: «Είθε να εγνώριζες και συ, τουλάχιστον εν τη ημέρα σου ταύτη, τα προς ειρήνην σου αποβλέποντα· αλλά τώρα εκρύφθησαν από των οφθαλμών σου· διότι θέλουσιν ελθεί ημέραι επί σε και οι εχθροί σου θέλουσι κάμει χαράκωμα περί σε, και θέλουσι σε περικυκλώσει και θέλουσι σε στενοχωρήσει πανταχόθεν, και θέλουσι κατεδαφίσει σε και τα τέκνα σου εν σοι, και δεν θέλουσιν αφήσει εν σοι λίθον επί λίθον, διότι δεν εγνώρισας τον καιρόν της επισκέψεώς σου» (Λουκ. 19:41-44).

Γιατί δάκρυσε εδώ ο Ιησούς; Επειδή πρόβλεψε την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, που πραγματοποιήθηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα το 70 μ.Χ., και λυπήθηκε για τα βάσανα και το θάνατο που θα έρχονταν στους κατοίκους της, ως τιμωρία επειδή είχαν απορρίψει τον Θεό και τη σωτηρία του Χριστού. Λίγο αργότερα θα έλεγε στις γυναίκες της Ιερουσαλήμ που θρηνούσαν για τη δική Του καταδίκη: «μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά δι’ εαυτάς κλαίετε και διά τα τέκνα σας» (Λουκ. 23/κγ/28). Ο Θεός ρώτησε κάποτε τον Ιωνά: «Δεν έπρεπε να λυπηθώ υπέρ της Νινευή, της πόλεως της μεγάλης, εν η υπάρχουσι πλειότεροι των δώδεκα μυριάδων ανθρώπων, οίτινες δεν διακρίνουσι την δεξιάν αυτών από της αριστεράς αυτών;» (Ιωνάς 4/δ/10-11). Έτσι τώρα και ο Χριστός, έβλεπε το κακό που ερχόταν και η άγια ψυχή Του λυπόταν βαθιά.

Ο Ματθαίος καταγράφει τα λόγια του Ιησού, που εξηγούν το λόγο αυτής της τιμωρίας: «Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η φονεύουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς σε· ποσάκις ηθέλησα να συνάξω τα τέκνα σου καθ’ ον τρόπον συνάγει η όρνις τα ορνίθια εαυτής υπό τας πτέρυγας, και δεν ηθελήσατε» (Ματθ. 23/κγ/37). Παρόλο, που γνώριζε την κακία των ανθρώπων αυτών, που σε λίγο θα Τον οδηγούσαν στο θάνατο, κατά βάθος ήθελε ακόμη να τους σώσει. Αυτό όμως δε μπορούσε να γίνει χωρίς τη δική τους θέληση. Πιο σωστά δε μπορούσε να γίνει αν πρώτα δεν εγκατέλειπαν μετανοημένοι το δρόμο που τους οδηγούσε προς αυτό το τέλος.

Η στάση αυτή του Κυρίου πρέπει σίγουρα να γεννήσει πολλά ερωτηματικά και ηθικά διλήμματα σ’ εκείνους τους Χριστιανούς που –λίγο ή πολύ, συνειδητά ή υποσυνείδητα– δείχνουν να χαίρονται βλέποντας τους ανθρώπους να αγωνιούν «εκ του φόβου και προσδοκίας των επερχομένων δεινών εις την οικουμένην» (Λουκ. 21/κα/26).

3. Έκλαψε εμπρός στο δικό Του Πάθος

Τούτη η τρίτη περίπτωση είναι και η πιο δύσκολη να κατανοηθεί. Η ώρα στον κήπο της Γεθσημανή είναι μυστηριώδης, όχι μόνο επειδή ήταν νύχτα, αλλά επειδή στην πνευματική σφαίρα συνέβηκαν γεγονότα για τα οποία ελάχιστα μπορούμε να γνωρίζουμε.

Οι Ευαγγελιστές κατέγραψαν μόνο όσα μπορούσαν ν’ αντιληφθούν οι ανθρώπινες αισθήσεις. Τι σήμαιναν όμως τα λόγια του Κυρίου, όταν μίλησε στους μαθητές για το συναισθηματικό Του κόσμο, «Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε εδώ και αγρυπνείτε»; (Μάρκ. 14/ιδ/34). Τι σήμαιναν τα λόγια της προσευχής Του, «Πάτερ μου, εάν ήναι δυνατόν, ας παρέλθη απ’ εμού το ποτήριον τούτο· πλην ουχί ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ»; (Ματθ. 26/κς/38-39). Γιατί, όπως θα προσθέσει ο Λουκάς, «Ελθών εις αγωνίαν, προσηύχετο θερμότερον, έγεινε δε ο ιδρώς αυτού ως θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες εις την γην»; (Λουκ. 22/κβ/44).

Δε θα γνωρίζαμε περισσότερες λεπτομέρειες, αν ο συγγραφέας της Επιστολής προς Εβραίους δεν έδινε μια ακόμη άποψη –σχετική με τα δάκρυα του Ιησού– αποκαλύπτοντας ότι «εν ταις ημέραις της σαρκός αυτού (...) μετά κραυγής δυνατής και δακρύων προσέφερε δεήσεις και ικεσίας προς τον δυνάμενον να σώζη αυτόν εκ του θανάτου» (Εβρ. 5/ε/7).

Ο Ιησούς γνώριζε από πριν ότι ένας από τους μαθητές θα Τον πρόδιδε, άλλος θα Τον αρνιόταν τρεις φορές και θα Τον καταριόταν, και ότι οι υπόλοιποι θα Τον εγκατέλειπαν. Επίσης γνώριζε ότι θα Τον κτυπούσαν, θα Τον χλεύαζαν, θα Τον έφτυναν, θα Τον σταύρωναν, θα Τον λόγχιζαν και θα Τον θανάτωναν. Ως άνθρωπος δε μπορούσε να θέλει να υποφέρει και να πεθάνει στο σταυρό αλλά ως άγιος ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ήθελε να υπακούσει τον Ουράνιο Πατέρα και ήθελε να σωθούμε οι άνθρωποι από την αμαρτία μας.

Από κάθε πλευρά ήταν φρικτή η ώρα του σταυρού, όμως ο Χριστός έβλεπε μια μεγάλη προοπτική, που Τον ικάνωσε να προχωρήσει ως το τέλος: «Υπέρ της χαράς της προκειμένης εις αυτόν υπέφερε σταυρόν, καταφρονήσας την αισχύνην» (Εβρ. 12/ιβ/2). Ήταν η χαρά της συγκομιδής των «καρπών», των ανθρώπων που θα εξαγόραζε με το αίμα Του, για το οποίο ο Προφήτης είχε γράψει: «Θέλει ιδεί τους καρπούς του πόνου της ψυχής αυτού και θέλει χορτασθή· ο δίκαιος δούλος μου θέλει δικαιώσει πολλούς διά της επιγνώσεως αυτού· διότι αυτός θέλει βαστάσει τας ανομίας αυτών» (Ησ. 53/νγ/11).

Ήταν και η χαρά της επανασύνδεσής Του με τον Πατέρα. «Έρχομαι προς σε. Πάτερ άγιε», είχε προσευχηθεί πριν από λίγες ώρες (Ιωάν. 17/ιζ/11,13). «Εγώ σε εδόξασα επί της γης, το έργον ετελείωσα, το οποίον μοι έδωκας διά να κάμω^ και τώρα δόξασόν με συ, Πάτερ, πλησίον σου με την δόξαν, την οποίαν είχον παρά σοι πριν γείνη ο κόσμος» (εδ. 4-5). Ταπείνωσε τον εαυτό Του «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού». Για το λόγο αυτό «ο Θεός υπερύψωσεν αυτόν και εχάρισεν εις αυτόν όνομα το υπέρ παν όνομα» (Φιλιπ. 2/β/8-9).

Είναι προφανές ότι υπάρχει πολύ βάθος στις ιερές στιγμές που δάκρυσε ο Ιησούς και αξίζει να μελετήσουμε βαθύτερα τις πτυχές που αποκαλύπτουν αυτές οι τρεις ιστορίες, για να έχουμε καλύτερη κατανόηση της βιβλικής αλήθειας. Ο Χριστός δεν δάκρυσε χωρίς λόγο αλλά επειδή έβλεπε τον θάνατο ως εχθρό που έπρεπε να πολεμήσει κι αυτό το έκανε «θανάτω θάνατον πατήσας».

Αντίθετα από τα ωραιοποιημένα, ψεύτικα και πλαστά λόγια, που συνηθίζουν να λένε κάποιοι ιεροκήρυκες για να παρηγορήσουν τους πενθούντες, η Βίβλος διδάσκει ότι και ο Θεός πονάει όταν πεθαίνει ο άνθρωπος. Πολύ περισσότερο πονάει όταν πεθαίνει ένας πιστός!

Στους Ψαλμούς υπάρχει το χωρίο «Πολύτιμος ενώπιον του Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ. 116/ρις/15). Πρόκειται για ένα πολύ παρεξηγημένο εδάφιο που πρέπει να ξαναδούμε με περισσότερη προσοχή.[1]

Ξεκινώντας από τη σημασία της λέξης ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ, (=αυτός που έχει μεγάλη/πολλή αξία) οι περισσότεροι ερμηνεύουν το χωρίο αυτό ωσάν να λέει ότι ο θάνατος του πιστού ΑΞΙΖΕΙ για τον Θεό^ Τον κάνει πλουσιότερο...

Όμως η σωστή ερμηνεία είναι ότι ο θάνατος του πιστού ΚΟΣΤΙΖΕΙ στον Θεό και –αν επιτρέπεται η έκφραση– Τον κάνει φτωχότερο!!!, γι’ αυτό και σωστά η ΝΔΜ αποδίδει το χωρίο με τούτα τα λόγια: «Δεν είναι αδιάφορος στον Κύριο ο θάνατος των πιστών του».[2]

Σε καμία περίπτωση ο Θεός ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ. «Ζω εγώ, λέγει Κύριος ο Θεός, δεν θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψη ο ασεβής από της οδού αυτού και να ζη· επιστρέψατε, επιστρέψατε από των οδών υμών των πονηρών· διά τι να αποθάνητε, οίκος Ισραήλ;» (Ιεζ. 33/λγ/11). Για το λόγο αυτό ακριβώς είχε προειδοποιήσει τους Ισραηλίτες: «Το δίκαιον, το δίκαιον θέλεις ακολουθεί· διά να ζήσης και να κληρονομήσης την γην, την οποίαν Κύριος ο Θεός σου δίδει εις σε» (Δευτ. 16/ις/20).

Καθώς όμως ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, προσκάλεσε όλους να έρθουν σε Εκείνον για σωτηρία. Ο Παύλος θα εξηγήσει: «Δόξα και τιμή και ειρήνη εις πάντα τον εργαζόμενον το αγαθόν, Ιουδαίον τε πρώτον και Έλληνα· επειδή δεν είναι προσωποληψία παρά τω Θεώ» (Ρωμ. 2/β/10-11). Ή, όπως είπε ο Πέτρος στον Κορνήλιο, «Επ' αληθείας γνωρίζω ότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός, αλλ' εν παντί έθνει, όστις φοβείται αυτόν και εργάζεται δικαιοσύνην, είναι δεκτός εις αυτόν» (Πράξ. 10/ι/34-35).

Θα ήθελε, αν ήταν δυνατόν, κανείς να μη χαθεί αιώνια, και είναι τούτος ο λόγος που αργοπορεί να επιστρέψει ο Χριστός: «Δεν βραδύνει ο Κύριος την υπόσχεσιν αυτού, ως τινές λογίζονται τούτο βραδύτητα, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη θέλων να απολεσθώσι τινές, αλλά πάντες να έλθωσιν εις μετάνοιαν» (Β~ Πέτρ. 3/γ/9).

Όταν ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, η προοπτική Του ήταν μακάρια κι ευλογημένη. Ως δημιουργός και συντηρητής της ζωής, ήθελε τα πλάσματά Του να ζουν και να χαίρονται. Όταν όμως μπήκε στον κόσμο μας η αμαρτία, γέννησε τον καρπό της τον φοβερό, επειδή, όπως εξηγεί ο Ιάκωβος, «η αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον» (Ιάκ. 1/α/15).

Οι Πρωτόπλαστοι και εκπρόσωποί μας, δεν διάλεξαν το δίκαιο αλλά την παράβαση^ όχι την εντολή του Θεού αλλά τη δική τους επιθυμία. Το αποτέλεσμα: «Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. 5/ε/12).

Όλα αυτά τα γνώριζε πολύ καλά ο Χριστός. Αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος και ο σκοπός που ήρθε στον κόσμο, «διά να καταστρέψη τα έργα του διαβόλου» του απ’ αρχής ανθρωποκτόνου (Α~ Ιωάν. 3/γ/8, Ιωάν. 8/η/44).

Ο θάνατος, λοιποόν, δεν είναι ευλογία αλλά είναι ΚΑΤΑΡΑ. Δεν είναι τιμή αλλά είναι ΠΟΙΝΗ. Δεν είναι επαγγελία αλλά είναι ΑΠΕΙΛΗ. Ήταν γι’ αυτό που προειδοποίησε ο Θεός τον Αδάμ, ότι «καθ' ην ημέραν φάγης απ' αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γέν. 3/γ/17). Είναι Ο ΕΣΧΑΤΟΣ, Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, το χειρότερο έργο του Διαβόλου, και ο Χριστός ήρθε στον κόσμο αυτό για να νικήσει το θάνατο.

Ο απόστολος Παύλος διδάσκει σχετικά ότι ο Χριστός «έσωσεν ημάς και εκάλεσε με κλήσιν αγίαν, ουχί κατά τα έργα ημών, αλλά κατά την εαυτού πρόθεσιν και χάριν, την δοθείσαν εις ημάς εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων, φανερωθείσαν δε τώρα διά της επιφανείας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όστις κατήργησε μεν τον θάνατον, έφερε δε εις φως την ζωήν και την αφθαρσίαν διά του ευαγγελίου» (Β~ Τιμ. 1/α/10). Αυτό το θαυμαστό έργο το ΚΑΤΑΦΕΡΕ με τη θυσία Του στον Σταυρό. Πάλι ο Παύλος θα εξηγήσει ότι, «Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α~ Κορ. 15/ιε/26).

Αφού όμως αυτό δεν είχε γίνει την ώρα που ο Χριστός στάθηκε απέναντι στο μνήμα του Λάζαρου ούτε ως την ώρα που συζητάμε –αλλά θα γίνει κατά την ώρα της πρώτης ανάστασης– γι’ αυτό και ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ εξακολουθεί να κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους. Ο Χριστός δεν έχει φέρει ακόμη ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ, γι’ αυτό και ο Λάζαρος και όσοι άλλοι αναστήθηκαν θαυματουργικά, ύστερα από κάποιο χρόνο ΠΕΘΑΝΑΝ ΠΑΛΙ.

Αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να ισχύει προσωρινά μέχρι και στις ημέρες μας, όμως ο Ησαΐας προφήτεψε ότι: «Θέλει καταπίει τον θάνατον εν νίκη· και Κύριος ο Θεός θέλει σπογγίσει τα δάκρυα από πάντων των προσώπων· και θέλει εξαλείψει το όνειδος του λαού αυτού από πάσης της γης· διότι ο Κύριος ελάλησε. Και εν εκείνη τη ημέρα θέλουσιν ειπεί, Ιδού, ούτος είναι ο Θεός ημών· περιεμείναμεν αυτόν και θέλει σώσει ημάς· ούτος είναι ο Κύριος· περιεμείναμεν αυτόν· θέλομεν χαρή και ευφρανθή εν τη σωτηρία αυτού» (Ησ. 25/κε/8-9) κι αυτό είναι που περιμένουμε οι πιστοί!

Συνεπώς δεν αποβλέπουμε στο θάνατο αλλά περιμένουμε την ώρα της ανάστασης, τότε που «θέλει σαλπίσει, και οι νεκροί θέλουσιν αναστηθή άφθαρτοι, και ημείς θέλομεν μεταμορφωθή. Διότι πρέπει το φθαρτόν τούτο να ενδυθή αφθαρσίαν, και το θνητόν τούτο να ενδυθή αθανασίαν. Όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδυθή αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδυθή αθανασίαν, τότε θέλει γείνει ο λόγος ο γεγραμμένος· Κατεπόθη ο θάνατος εν νίκη» (Α~ Κορ. 15/ιε/52-54).

Τι γίνεται όμως τώρα, που ο Ιησούς άφησε αυτή τη γη και επέστρεψε στον Ουρανό; Μας θυμάται καθόλου; Μας βλέπει; Συμμερίζεται τους πόνους μας; Μήπως έχασε τη συμπόνια Του για μας;

Ο συγγραφέας της Επιστολής προς Εβραίους θα γράψει: «Δεν έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον να συμπαθήση εις τας ασθενείας ημών, αλλά πειρασθέντα κατά πάντα καθ’ ομοιότητα ημών χωρίς αμαρτίας. Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον της χάριτος, διά να λάβωμεν έλεος και να εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν καιρώ χρείας» (Εβρ. 4/δ/15-16). Είναι κοντά μας όταν πάσχουμε και είναι κοντά μας όταν πενθούμε. Σύμφωνα μάλιστα με την υπόσχεσή Του, εάν παραμείνουμε πιστοί ως το τέλος, θα μας αναστήσει σε αιώνια ζωή στο νέο κόσμο της Βασιλείας Του.

Θέλοντας να διαφωτίσει και να παρηγορήσει τους πιστούς της Θεσσαλονίκης, ο απόστολος Παύλος δεν τους μίλησε για κάποια ενδιάμεση κατάσταση ούτε περιέγραψε τους κοιμηθέντες αγίους ως φτερωτούς αγγέλους που παίζουν άρπες επάνω σε λευκά σύννεφα.

Αντίθετα τους μίλησε για την ανάσταση: «Δεν θέλω να αγνοήτε, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, διά να μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα. Διότι εάν πιστεύωμεν ότι ο Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας διά του Ιησού θέλει φέρει μετ’ αυτού[3] (...) Λοιπόν παρηγορείτε αλλήλους με τους λόγους τούτους» (Α~ Θεσ. 4/δ/13-18).

Ο Απόστολος του Χριστού κατανοεί την ανάγκη των πιστών για παρηγοριά και δεν τους επιπλήττει επειδή «λυπούνται», τους δίνει όμως φως ώστε να μη λυπούνται «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (εδ. 13). Και το φάρμακο της παρηγοριάς του Παύλου είναι η αλήθεια ότι «οι αποθανόντες εν Χριστώ θέλουσιν αναστηθή πρώτον» (εδ. 16). Κι είναι τούτο το μήνυμα που δόθηκε προς όλους εμάς, για να παρηγορούμε ο ένας τον άλλο όταν βρισκόμαστε σε πένθος. |

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
------------------------------------
[1]. Επιφυλασσόμαστε να εξετάσουμε το θέμα αυτό στο μέλλον σε μεγαλύτερη έκταση.

[2]. Παράβαλε εν προκειμένω και το χωρίο «Πολύτιμος είναι η απολύτρωσις της ψυχής αυτών» (Ψαλμ. 49/μθ/8) που περιέχει την ίδια ακριβώς λέξη (ελλ. πολύτιμος, εβρ. yaqar).

[3]. Πολλοί διδάσκουν ότι ο Χριστός θα φέρει μαζί Του από τον ουρανό τους κοιμηθέντες. Αντίθετα ο Παύλος λέει ότι ο Θεός θα τους αναστήσει και θα τους συγκεντρώσει κοντά Του. Είναι ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να προσέξουμε πώς αποδίδει το χωρίο αυτό ο καθηγητής Π. Τρεμπέλας: «Ο Θεός εκείνους που απέθαναν ενωμένοι διά της πίστεως με τον Ιησούν, θα τους φέρη ενδόξως εις την αιωνίαν ζωήν μαζί με αυτόν».
Αλλά και η ΝΔΜ λέει: «Αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας στον Ιησού, ο Θεός θα τους αναστήσει για να ζήσουν μαζί του». Άρα το νοούμενο δεν είναι ότι θα τους φέρει μαζί Του από τον ουρανό, αλλά ότι θα τους πάρει μαζί Του εκεί όπου θα είναι και ο Χριστός. |


ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ