Πίνακας περιεχομένων παρόντος τεύχους
« ΕΛΛΗΝΙΣΤΙ ΓΙΝΩΣΚΕΙΣ; »
Τα σάβανα και η Ανάσταση
![]()
Πολλά σοφά και σοβαρά επιχειρήματα έχουν προβληθεί και συζητηθεί που πείθουν για την ανάσταση του Χριστού.
Στο παρόν σημείωμα συζητιέται μια διαφορετική πτυχή του θέματος, επίσης μεγάλης βαρύτητας, που προκύπτει από τη σύγκριση ανάμεσα στις περιγραφές αφενός της σκηνής της ταφής του νεκρού σώματος του Ιησού και της εικόνας που αντίκρισαν οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης όταν ήρθαν στο μνημείο το πρωινό της Ανάστασης. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο εικόνες και η προσεκτική μελέτη των δύο περιγραφών επιβεβαιώνει εκ των πραγμάτων την αλήθεια της ανάστασης του Κυρίου.
Οι Εβραίοι της εποχής του Ιησού προετοίμαζαν τους νεκρούς για τον ενταφιασμό με πολύ διαφορετικές συνήθειες από ότι σήμερα. Έτσι στο χωρίο Ιωάν. 19/ιθ/40 διαβάζουμε ότι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος,
![]()
Σύμφωνα με τα έθιμά τους, λοιπόν, που ακολούθησαν πιστά αυτοί οι άνδρες, ο ευαγγελιστής μας λέει ότι «έδησαν» (=περιδέσαν σφιχτά) το νεκρό σώμα του Ιησού «οθονίοις» (=μακριές λουρίδες λινού υφάσματος, σάβανα). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ ότι οι Ιουδαίοι δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν άλλο υλικό (π.χ. μετάξι ή κεντήματα) ούτε καν σε άρχοντες, επειδή αυτό θεωρούνταν υπερβολική περηφάνια που ακολουθούσαν οι Εθνικοί αλλά δεν ταίριαζε σε Ιουδαίο.
Στις παράλληλες περικοπές στο Ματθ. 27/κζ/59, διαβάζουμε επιπλέον ότι «ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό εν σινδόνι καθαρά/», στο Μάρκ. 15/ιε/46 «ενείλησεν τη σινδόνι», και στο Λουκ. 23/κγ/53 «ενετύλιξεν αυτό σινδόνι». Με άλλα λόγια χρησιμοποιούνται αντίστοιχα τα ρήματα «εν+τυλίσσω» και «εν+είλω» (=τυλίγω μέσα σε κάτι, τυλίγω σπειροειδώς).
Το είδος αυτού του τυλίγματος δεν ήταν χαλαρό αλλά ένα σφιχτό δέσιμο, γεγονός που γίνεται άμεσα αντιληπτό από την διήγηση της ιστορίας της ανάστασης του Λάζαρου, που όταν τον κάλεσε ο Χριστός πίσω στη ζωή,
![]()
Ο νεκρός Λάζαρος, λοιπόν, ήταν «δεδεμένος» (από το δέω) και στα πόδια και τα χέρια «κειρίαις» (με σάβανα). Η «κειρία» (από το «κείρω» =κόβω), ήταν υφασμάτινη ταινία που χρησιμοποιόταν για το δέσιμο του νεκρού σώματος αφού προηγούμενα το είχαν τυλίξει με λινό ύφασμα, και το πρόσωπό του «περιεδέδετο» (από το «περιδέω») με σουδάριο. Ως αποτέλεσμα αυτού του δεσίματος κανείς δεν μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα γι’ αυτό και ο Ιησούς πρόσταξε, «Λύστε τον και αφήστε τον να φύγει».
Με παρόμοιο τρόπο και ο Χριστός ήταν δεμένος «οθονίοις» (=με σάβανα) και «σουδαρίω» (=μαντήλι που σκέπαζε το κεφάλι και το πρόσωπο).
Καθώς όμως διαβάζουμε τη διήγηση της επίσκεψης των μαθητών στο μνήμα του Χριστού, αξίζει να προσέξουμε κάποιες ακόμη λεπτομέρειες που καταγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης που ήταν και αυτόπτης μάρτυρας στο Ιωάν. 20/κ/6-7. Διαβάζουμε:
Σύμφωνα με τα παραπάνω, λοιπόν, μπαίνοντας στο μνήμα ο Πέτρος «θεωρεί τα οθόνια κείμενα», δηλαδή ακουμπησμένα κάπου, ίσως στο έδαφος, «και το σουδάριον», που αρχικά ήταν τοποθετημένο «επί της κεφαλής αυτού», να είναι και αυτό «κείμενον» όμως «ου μετά των οθονίων αλλά χωρίς» (=όχι μαζί με τα σάβανα αλλά χωριστά) «εντετυλιγμένον» (=τυλιγμένο ή διπλωμένο προσεκτικά) σε διαφορετικό σημείο (Ιωάν. 20/κ/6-7).
Αν κάποιοι είχαν κλέψει το σώμα του Ιησού, το πιθανότερο θα ήταν να είχαν αφήσει τα σάβανα επάνω στον νεκρό, γεγονός που θα διευκόλυνε τη μεταφορά του ή, διαφορετικά, θα τα είχαν διασκορπίσει ολόγυρα, και φυσικά όχι με κάποια τάξη, πολύ περισσότερο όχι με τη μορφή όπως όταν ήταν τυλιγμένα γύρω από το νεκρό σώμα.
Βλέποντας αυτό το γεγονός ο Ιωάννης αναγνώρισε αμέσως ότι μόνο με θαύμα θα μπορούσε να διαμορφωθεί αυτή η κατάσταση των σαβάνων. Ο αναστημένος Ιησούς πέρασε μέσα από τα σάβανα, όπως και μέσα από τις κλειστές πόρτες, χωρίς να εμποδίζεται από αυτά και μάλιστα, ως φαίνεται, αφαίρεσε το σουδάριο από το κεφάλι Του και το ακούμπησε σε ένα παραπλήσιο σημείο.
Ο Ιωάννης λέει για τον εαυτό του και τους άλλους μαθητές ότι βλέποντας τα παραπάνω, «είδεν και επίστευσεν», επειδή προηγούμενα ούτε αυτός ούτε οι άλλοι μαθητές δεν είχαν καταλάβει την προφητεία «ότι δει αυτόν εκ νεκρών αναστήναι» (εδ. 9). Όταν όμως είδε την κατάσταση των σαβάνων «επίστευσεν».
Όπως καλά γνωρίζουμε, αν κάποιοι δυσκολεύονταν να πιστέψουν στο θαύμα της ανάστασης του Χριστού, πρώτοι ήταν οι ίδιοι οι μαθητές Του. Αμφισβήτησαν την μαρτυρία των γυναικών και στη συνέχεια αδυνατούσαν να αναγνωρίσουν εκείνο που τα ίδια τα μάτια τους έβλεπαν, γι' αυτό αν και μερικοί προσκύνησαν τον Χριστό βλέποντάς Τον αναστημένο, «τινές εδίστασαν» (Ματθ. 28/κη/17).
Στην περίπτωση του Λάζαρου χρειάστηκαν κάποιοι να αποκυλήσουν τον λίθο από τη θύρα του μνημείου και ύστερα να λύσουν τον αναστημένο για να μπορέσει να κινηθεί ελεύθερα. Στην περίπτωση του Χριστού τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά, επειδή και διαφορετική ήταν η ποιότητα της ανάστασης.
Ο Λάζαρος αναστήθηκε για να πεθάνει λίγο αργότερα, όπως και όλοι όσοι αναστήθηκαν εκτός από τον Χριστό. Αλλά ο Κύριος Ιησούς αναστήθηκε για να μην πεθάνει ποτέ ξανά. «Αναστάς εκ νεκρών δεν αποθνήσκει πλέον, θάνατος αυτόν δεν κυριεύει πλέον. Διότι καθ' ο απέθανεν, απέθανεν άπαξ διά την αμαρτίαν, αλλά καθ' ο ζη, ζη εις τον Θεόν» (Ρωμ. 6/ς/9-10).
Το ένδοξο πνευματικό σώμα της ανάστασης του Χριστού δεν εμποδιζόταν από τους υλικούς περιορισμούς^ μπορούσε να βγει από τον τάφο και από τα σάβανα χωρίς βοήθεια και μπορούσε να περάσει «των θυρών κεκλεισμένων» (Ιωάν. 20/κ/19,26), όπως επίσης και να μετακινείται χωρίς περιορισμούς διασχίζοντας ταχύτατα τις αποστάσεις.
Ο Χριστός αναστήθηκε μοναδικά από τους νεκρούς και έγινε «απαρχή των κεκοιμημένων» (Α~ Κορ. 15/ιε/20). Ο Ιωάννης που έγινε αυτόπτης μάρτυρας είδε και πίστεψε, και μας έγραψε με κάθε λεπτομέρεια, με συγκεκριμένο σκοπό: «Ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύητε ότι Ιησούς εστιν ο Χριστός ο υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού» (Ιωάν. 20/κ/31). Αμήν! |
Είναι λάθος αυτό που λέγεται μερικές φορές, ότι δήθεν ο άγγελος αποκύλησε τον λίθο για να βγει ο Χριστός από τον τάφο. Αντίθετα τον αποκύλησε για να δουν το κενό μνημείο οι Μυροφόρες και οι Απόστολοι.